- σάξων
- σάσσωfut part act masc nom sgσάττωfill quite fullfut part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σάξων ο Γραμματικός — (Saxo Gramma licus). Δανός ιστορικός (; 1150 περίπου ; μετά το 1216). Εκκλησιαστικός στην υπηρεσία του επίσκοπου Άμπσαλον, επιφορτίστηκε απ’ αυτόν να γράψει μια ιστορία της Δανίας. Η Ιστορία των Δανών (Gesta Danorum) είναι γραμμένη σε μια πομπώδη … Dictionary of Greek
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek
ιμονιά — ἱμονιά, ἡ (ΑΜ) 1. το σχοινί με το οποίο τραβούν τον κουβά από το πηγάδι 2. μήκος σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος (βλ. ιμάντας), προέρχεται πιθ. από *ἵμων (πρβλ. αρχ. σαξων. sĩmo «κορδόνι», αρχ. ινδ. sĭman «όριο» και ελλ.… … Dictionary of Greek